- εχόντως
- ἐχόντως (Α)(επίρρ. από τη μτχ. ενεστ. τού έχω) φρ. «ἐχόντως νοῡν» — νουνεχώς, συνετώς (Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Από τη μτχ. ενεστ. έχων, έχοντος τού έχω*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐχόντως — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νουνεχόντως — (Α) επίρρ. συνετά, με φρόνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < νουνεχής. Ο τ. έχει σχηματιστεί μέσω τής μτχ. νουνεχών ενός αμάρτυρου *νουνεχῶ αναλογικά προς τα επιρρ. σε όντως (πρβλ. προ εχόντως, υπερ εχόντως)] … Dictionary of Greek